περιπεπλανημένα

περιπεπλανημένα
περιπλανάομαι
wander about
perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic ionic)
περιπεπλανημένᾱ , περιπλανάομαι
wander about
perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic ionic)
περιπεπλανημένᾱ , περιπλανάομαι
wander about
perf part mp fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”